Ενα αρχαίο ερωτικό ποίημα και θρηνητικό τραγούδι μιας άγνωστης αρχαίας ποιήτριας, που λεγόταν μπροστά στην πόρτα του προσώπου που παρατούσε το ταιρι του, από το ίδιο το ταίρι κι ήταν ένα (κατά τα λεγόμενα) σύνηθες φαινόμενο κατά την αρχαιότητα! Το ποίημα αυτό συνήθως, αν το εν λόγω άτομο δε μπορούσε να το γράψει ο ίδιος, παραγγελόταν σε κάποιον ποιητή ή κάποια ποιήτρια στην αρχαία Ελλάδα!
Αυτό το αρχαίο ερωτικό ποίημα περιέχει ένα πολύ πλούσιο κείμενο με τρομερές εικόνες και λέξεις – το πάθος, η εναλλαγή, οι εικόνες, οι επικλήσεις, οι φοβέρες, η γλυκύτητα κι εν γένει ό,τι μα ό,τι επικαλείται αυτή η άγνωστη αρχαία ποιήτρια, μαρτυρά το ερωτικό πάθος μ” ένα τρόπο θαυμαστό.
Στο ποίημα τον βρίζει, τον κατηγορεί, τον εκλιπαρεί, τον νοσταλγεί, ζητά βοήθεια, ζητά να γίνει χαλί, θέλει να τον … «σκοτώσει», επιχειρηματολογεί, κατεβάζει Θεούς και …δαίμονες και … και … και … Κυκλοθυμικότητα, κατάθλιψη και σχεδόν στέρεη θλίψη, ρέει σε κάθε μα κάθε φράση σα δάκρυα ασταμάτητα κι απαρηγόρητα! Λέγοντάς του όλο αυτό αδειάζει μ” όλα όσα λέει και στο τέλος αφήνει τη φωνή της να σβήσει, ξέροντας πως δε πρόκειται να καταφέρει κάτι και το σβήσιμο αυτό μου ακούγεται σαν ένας λυγμός που πνίγεται…
Παρακλαυσίθυρον – Ερωτικό ποίημα άγνωστης ποιήτριας από την αρχαία Ελλάδα
Με κοινή μας επιλογή και σύμμαχο την αγαπημένη Αφροδίτη, γίναμε ταίρι.
Πονώ σα θυμάμαι που με φιλούσες επίμονα, σκορπίζοντας στο κορμί μου τόσο γλυκιά σύγχυση, ενώ είχες σκοπό να με παρατήσεις και να διαλύσεις την αγάπη μας.
Δεν αντιμάχομαι πια τον έρωτα που νιώθω.
Αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα, γλυκιοί συνεργοί, άσφαλτα στείλτε με σ” αυτόν, που κι η ίδια η Αφροδίτη έρμαιο μ” οδηγεί, εκεί, όπου ο μεγάλος Έρωτας περιμένει να με τυλίξει στα δεσμά του.
Συνοδοιπόρος μου η μεγάλη φλόγα που καίει τα σωθικά μου.
Ο λογοπλάνος μαυλιστής του νου μου, αυτός που από πάντα του μεγαλοπιανόταν, αγνόησε την αγάπη μου δίχως να φέρει βαριά την αδικία που μου “κανε.
Αυτό ειν” άδικο για με και με πεθαίνει.
Οργίζομαι!
Τρελαίνομαι!
Καίγομαι, μονάχη μου!
Αφέντη του νου, της καρδιάς και του κορμιού μου, χρωμάτισε πάλι την άδεια μοναξιά μου!
Δέξου με, που σου ζητώ διακαώς και με χαρά, να “μαι δούλα σου και μη με παραμερίζεις άκαρδα!
Μεγάλη οδύνη έχει ο μανιασμένος, χωρίς ανταπόκριση, έρωτας κι οδηγεί στη τρέλα.
Γιατί πρέπει να υπομένει, να καρτερά και να ψήνεται στις πύρινες γλώσσες της ζήλειας.
Μάθε πως σου “χω απέραντη κι ακατανίκητη οργή!
Τρελαίνομαι σα πλαγιάζω ολομόναχη στο κρεβάτι μας, ενώ εσύ αλλού δίνεις και παίρνεις χαρά!
Όμως δεν είναι σωστό να μαλώσουμε, γιατί θα πρέπει να χωριστούμε.
Έχουμε φίλους να κρίνουν και να μας συμβουλέψουν για δίκιο κι άδικο.
Έλα μαζί να τους μιλήσουμε, χαρά μου, τίμια, άξια, σωστά και λογικά, αν κι ο Έρωτας δεν έχει λογική!
Δες άρχοντά μου, πως μ” έχεις καταντήσει, αν και καλά και πιστά θα σ” υπηρετούσα!
Τώρα πια δε μπορώ μήτε λιγάκι έστω να σε πλησιάσω, να σ” αγγίξω!
Πώς με παρατάς έτσι κύριέ μου, συ που πρώτος και τόσον επιδέξια με γεύτηκε;
Που πρώτος διέβης τις πύλες του νου και του κορμιού μου;
Ζηλεύω και τους δούλους ακόμα που σε πλησιάζουν, ό,τι κι αν σκέφτεσαι μ” αυτό!
Ανόητα παραξενεύεσαι που λέω πως θαυμάζω κείνες που γίνονται χαλάκι στα πόδια των αγαπημένων τους!
Αρρώστησα!
Χάζεψα!
Κι εσύ αφέντη κι άρχοντά μου, με πετάς στην άκρη!
Παρ” όλο που σε σένα πρώτο, για τη ψυχή μου μίλησα…
Πονώ σα θυμάμαι που με φιλούσες επίμονα, σκορπίζοντας στο κορμί μου τόσο γλυκιά σύγχυση, ενώ είχες σκοπό να με παρατήσεις και να διαλύσεις την αγάπη μας.
Δεν αντιμάχομαι πια τον έρωτα που νιώθω.
Αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα, γλυκιοί συνεργοί, άσφαλτα στείλτε με σ” αυτόν, που κι η ίδια η Αφροδίτη έρμαιο μ” οδηγεί, εκεί, όπου ο μεγάλος Έρωτας περιμένει να με τυλίξει στα δεσμά του.
Συνοδοιπόρος μου η μεγάλη φλόγα που καίει τα σωθικά μου.
Ο λογοπλάνος μαυλιστής του νου μου, αυτός που από πάντα του μεγαλοπιανόταν, αγνόησε την αγάπη μου δίχως να φέρει βαριά την αδικία που μου “κανε.
Αυτό ειν” άδικο για με και με πεθαίνει.
Οργίζομαι!
Τρελαίνομαι!
Καίγομαι, μονάχη μου!
Αφέντη του νου, της καρδιάς και του κορμιού μου, χρωμάτισε πάλι την άδεια μοναξιά μου!
Δέξου με, που σου ζητώ διακαώς και με χαρά, να “μαι δούλα σου και μη με παραμερίζεις άκαρδα!
Μεγάλη οδύνη έχει ο μανιασμένος, χωρίς ανταπόκριση, έρωτας κι οδηγεί στη τρέλα.
Γιατί πρέπει να υπομένει, να καρτερά και να ψήνεται στις πύρινες γλώσσες της ζήλειας.
Μάθε πως σου “χω απέραντη κι ακατανίκητη οργή!
Τρελαίνομαι σα πλαγιάζω ολομόναχη στο κρεβάτι μας, ενώ εσύ αλλού δίνεις και παίρνεις χαρά!
Όμως δεν είναι σωστό να μαλώσουμε, γιατί θα πρέπει να χωριστούμε.
Έχουμε φίλους να κρίνουν και να μας συμβουλέψουν για δίκιο κι άδικο.
Έλα μαζί να τους μιλήσουμε, χαρά μου, τίμια, άξια, σωστά και λογικά, αν κι ο Έρωτας δεν έχει λογική!
Δες άρχοντά μου, πως μ” έχεις καταντήσει, αν και καλά και πιστά θα σ” υπηρετούσα!
Τώρα πια δε μπορώ μήτε λιγάκι έστω να σε πλησιάσω, να σ” αγγίξω!
Πώς με παρατάς έτσι κύριέ μου, συ που πρώτος και τόσον επιδέξια με γεύτηκε;
Που πρώτος διέβης τις πύλες του νου και του κορμιού μου;
Ζηλεύω και τους δούλους ακόμα που σε πλησιάζουν, ό,τι κι αν σκέφτεσαι μ” αυτό!
Ανόητα παραξενεύεσαι που λέω πως θαυμάζω κείνες που γίνονται χαλάκι στα πόδια των αγαπημένων τους!
Αρρώστησα!
Χάζεψα!
Κι εσύ αφέντη κι άρχοντά μου, με πετάς στην άκρη!
Παρ” όλο που σε σένα πρώτο, για τη ψυχή μου μίλησα…
Μετάφραση Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου www.peri-grafis.com
No comments:
Post a Comment
Note: only a member of this blog may post a comment.